Μέμφης

Μέμφης
Μέμφις
fem nom/voc pl (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ετοιμομεμφής — ἑτοιμομεμφής, ές (Μ) αυτός που είναι έτοιμος να κατηγορήσει, ο φίλο κατήγορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + μεμφής (< μέμφομαι), πρβλ. φιλο μεμφής] …   Dictionary of Greek

  • πολυμεμφής — ές, Α πολύ φιλόψογος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μεμφής (< μέμφομαι), πρβλ. φιλο μεμφής] …   Dictionary of Greek

  • φιλομεμφής — ές, Α αυτός που τού αρέσει να μέμφεται, να ψέγει, να επιτιμά. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + μεμφής (< μέμφομαι «κατηγορώ»), πρβλ. ἑτοιμο μεμφής] …   Dictionary of Greek

  • αμεμφής — ἀμεμφής, ές (Α) ο άμεμπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μεμφὴς < μέμφομαι. ΠΑΡ. αρχ. ἀμεμφία] …   Dictionary of Greek

  • περιμεμφής — ές, Α αυτός που μέμφεται πολύ, φιλόψογος, φιλοκατήγορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + μεμφής < μέμφομαι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”